πολεμιστής

πολεμιστής
-οῦ N 1 8-24-11-0-9=52 Nm 31,27.28.32.42.49
warrior Nm 31,27; id. (mostly used in opp. to another subst.) Nm 31,28 Cf. DORIVAL 1994, 59

Lust (λαγνεία). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πολεμιστής — warrior masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολεμιστής — ο, ΝΜΑ, επικ. τ. πτολεμιστής, Α, θηλ. πολεμίστρια, ΝΑ, θηλ. πτολεμιστρίς, ίδος, Μ [πολεμίζω] αυτός που μετέχει στον πόλεμο, αυτός που πολεμά, ο μαχητής αρχ. φρ. «πολεμιστὴς ἵππος» i) πολεμικός ίππος ii) πιθ. ίππος ιπποδρομικών αγώνων …   Dictionary of Greek

  • πολεμιστής — ο θηλ. ίστρια αυτός που παίρνει μέρος στον πόλεμο, ο στρατιώτης, ο μαχητής: Παλιοί πολεμιστές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πολεμισταῖς — πολεμιστής warrior masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολεμισταί — πολεμιστής warrior masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολεμιστοῦ — πολεμιστής warrior masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολεμιστᾷ — πολεμιστής warrior masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολεμιστῇ — πολεμιστής warrior masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολεμιστέα — πολεμιστής warrior masc acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολεμιστήν — πολεμιστής warrior masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολεμιστῶν — πολεμιστής warrior masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”